- σύλο
- το / σῡλον, ΝΑη σύληαρχ.1. φορτίο πλοίου που έχει κατασχεθεί2. κατακράτηση πραγμάτων, εμπορευμάτων3. σύληση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. σῦλα (τὰ) καί μτγν. στον ενικό αριθμό σῦλον (τὸ) (πρβλ. και σῦλαι > σύλη). Για ετυμολ. βλ. λ. συλώ].
Dictionary of Greek. 2013.